ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ - Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

ΠΑΡΑΛΟΓΈΣ

Τα διηγηματικά ποιήματα και τραγούδια όπου οι υποθέσεις τους βασίζονται και στηρίζονται στις λαϊκές παραδώσεις μας , που συνδυάζουν και την φαντασία μέσα στο περιεχόμενο τους , ονομάζονται «Παραλογές». Ο τρόπος διήγησης τους που είναι δραματικός και η ποιητική φαντασία , βασικά τα κάνει να διαφέρουν από το πλήθος των άλλων δημοτικών τραγουδιών . Σε αριθμό λίγα , τα διηγηματικά τραγούδια , σε παραλλαγές πάρα πολλές .Ο λόγος που έχουν πολλές παραλλαγές είναι επειδή η αναφορά τους σε όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις κι υποθέσεις , τα κάνουν να είναι πολύ διαδεδομένα , όχι μόνο στο πανελλήνιο αλλά και σε όλους τους Βαλκανικούς λαούς.

 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ .....

 

 

Τα γνωστά σε όλους μας με τίτλο είναι

 

1.ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

2.ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΛΦΟΥ

3.ΕΓΩ ‘ ΒΡΑ ΚΙ  ΑΡΡΕΒΩΝΙΑΣΑ

4.ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟ ΘΕΡΙΟ

5.ΤΟΥ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗ

6.ΟΛΟΙ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΚΟΙΤΟΥΝ

7.Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

8.Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ ΚΙ Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ

9.Ο ΚΩΣΤΣΝΤΗΣ ΚΙ Ο ΓΡΙΒΑΣ ΤΟΥ

10.ΤΟΥ ΚΥΡ ΒΟΡΙΑ

11.Ο ΜΕΝΟΥΣΗΣ

 

Θα σας γράψω δυο από αυτά για να τα θυμηθούμε και να τα διαβάσουμε ώστε να νοσταλγήσουμε εποχές.

Ο ΜΕΝΟΥΣΗΣ

 

 

Ο Μανώλης ο ντερβίσης κι Μενούσαγας

κει που τρώγαν κει που πίναν κει που γλένταγαν

κάτι πέσαν σε κουβέντα για τις όμορφες .

-Νόμορφη γυναίκα πόχεις , βρε Μενούσαγα.

-Που την είδες ,που την ξέρεις και την μολογάς ;

-Ψες την είδα στο πηγάδι πόπαιρνε νερό

και της δίνω το μαντήλι και μου τόπλυνε.

-Κι αν την είδες κι αν την ξέρεις ,πες μας τι φορεί.

-Κεντημένη βρακοζώνα και χρυσό βρακί.

Ο Μενούσης μεθυσμένος πάει την έσφαξε.

Το πρωί ξεμεθυσμένος  πάει την έκρινε.

-Σήκω πάπια μ΄ , σήκω χήνα  μ, σήκω αλοταριά

σήκω ντύσου κι αρματώσου κι έμπα στο χορό,

να σε δουν τα παλληκάρια να μαραίνονται,

να σε δω κι γω ο καϋμένος για να χαίρωμαι.

 

Μιχ. Περάνθη

Υ.Σ : Αγαπημένοι φίλοι η ορθογραφία είναι της τότε εποχής . Όπως έχουν διασωθεί ή παραλλαχθεί.

 

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ

 

Μάννα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,

τη κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη ,

την είχες δώδεκα χρωνό κι ήλιος δε σου την είδε !

Στα σκοτεινά την έλουζε , στ΄ άφεγγα τη χτενίζει ,

Στ΄ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της .

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα ,

Να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

Οι οχτώ αδερφοί δεν θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει .

«Μάννα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα,

στα ξένα κει που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω

αν πάμ΄ εμείς στην ξενιτειά , ξένοι να μην περνούμε.

_Φρόνιμος είσαι ,Κωσταντή , μ΄ άσχημα απιλογήθης .

Κι α΄ μόρτει , γιε μου θάνατος κι α μόρτη , γιε μου ,

αρρώστια  

κι αν τύχει πίκρα γη χαρά , ποιος πάει να μου τη φέρει;

_Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους

αν τύχει κ΄ έρτη θάνατος , αν τύχει κι έρτη αρρώστια ,

αν τύχει πίκρα γη χαρά , εγώ να σου τη φέρω .»

 

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα ,

κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες ωργισμένοι

κ ΄ έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν

βρέθηκε η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σ΄ όλα  τα μνήματα έκλαιγε σ΄ όλα μοιρολογιώταν,

Στου Κωνσταντίνου το μνημείο ανέσπα τα μαλλιά της .

 

«Ανάθεμα σε Κωνσταντή και μυριαναθεμά σε ,

όπου μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα !

το τάξιμο που μου ΄ταξες πότε θα μου το κάμης ;

Τον ουρανό ‘΄ βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους ,

αν τύχει πίκρα γη χαρά να πας να μου τη φέρης.»

 

Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα ,

η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε .

Κάνει το σύγνεφο άλογο  και τ΄ άστρο χαλινάρι ,

και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

 

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.

Βρίσκει την κ΄ εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι .

Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει :

«Άιντε ,αδερφή ,να φύγωμε , στη μάννα μας να πάμε.

_Αλίμονο ,αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα ;

Αν κι ίσως κ ΄ είναι για χαρά να στολιστώ και να ΄ ρθω

Κι αν είναι πίκρα , πες μου το να βάλω μαύρα να ΄ ρθω .

_Έλα , Αρετή στο σπίτι μας , κι ας είσαι όπως και αν είσαι .»

 

Κοντολυγίζει τ ΄ άλογο και πίσω την καθίζει .

 

Στην στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαϊδούσαν

δε κιλαϊδούσαν σαν πουλιά , μήτε σα χελιδόνια ,

μον ΄  κιλαϊδούσαν κι έλεγαν μ΄ ανθρώπινη ομιλία :

«Ποιος είδε κόρη νόμορφη να σέρνει πεθαμένος !

_Άκουσες Κωσταντίνε μου τι λένε  τα πουλάκια ;

_Πουλάκια είν ΄ κι ας κιλαϊδούν , πουλάκια είναι κι ας λένε.»

 

Και παρεκεί που πάγαιναν κι  άλλα πουλιά τους λένε:

«Δεν είναι κρίμα κι άδικο , παράξενο , μεγάλο ,

να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους !

_Άκουσες Κωσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια ;

πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους;

_Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν .

Φοβούμαι σ΄ αδερφάκι μου ,  και λιβανιές μυρίζεις .

_Εχθές βραδύς επήγαμε πέρα στον άη Γιάννη

κ ΄ εθύμιασε  μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.»

Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:

«Για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνετε στον κόσμο ,

τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνη ο πεθαμένος!»

Τ΄ άκουσε πάλι η Αρετή και ράγισε η καρδιά της .

«Άκουσες , Κωσταντάκη μου ,τι λένε τα πουλάκια;

_Άφησ΄ , Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι κι αν θελ΄ ας λέγουν .

_Πες μου ,που είναι  τα κάλλη σου ,και που η λεβεντιά σου ;

και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ  ΄ όμορφο μουστάκι;

_Έχω καιρό π ΄ αρρώστησα  και πέσαν τα μαλλιά μου.»

 

Αυτού σιμά , αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν .

Βαριά χτυπά τ ΄ αλόγου του κι απ ΄ εμπροστά της χάθη.

Κι ακούει την πλάκα και βροντά , το χώμα και βοϊζει .

Κινάει να πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της .

Βλέπει τους κήπους της γυμνούς τα δέντρα μαραμμένα,

βλέπει το μπάλσαμο ξερό , το καρυοφύλλι μαύρο,

βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.

Βρίσκει την  πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα ,

και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.

Κτυπά την πόρτα δυνατά , τα παραθύρια τρίζουν .

«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχθρός μου φύγε,

κι αν είσαι ο Πικροχάροντας , άλλα παιδιά δεν έχω ,

κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.

_Σήκω μανούλα μ΄ άνοιξε , σήκω γλυκιά μου μάννα.

_Ποιος είν΄ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα ;

_Άνοιξε , μάννα μου άνοιξε κ΄ εγώ είμαι η Αρετή σου .»

 

Κατέβηκε αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κ΄  οι δύο .

Ν. Γ. Πολίτη,  Εκλογαί

Υ.Σ : Η ορθογραφία είναι από τα αυθεντικά κειμενα . 

Σύνταξη : Λυρίκα Σκλαβούνου

Η   Λυρίκα Σκλαβούνου γεννήθηκε το 1977 . Τελείωσε ψυχολογία , αλλά ακολουθεί το επάγγελμα του λογοτέχνη ,όπου την έχει κερδίσει κι έχει διακριθεί στο χώρο , έχοντας κερδίσει και σπουδαία βραβεία . Είναι η υπεύθυνη και δημιουργός της λογοτεχνικής ομάδας στο  facebook  «Logotexniko Symposio , την ομάδα Logotexniki Pythia , την ομάδα Γνώθι Τέχνης , την ομάδα Πολιτεία Τέχνης και το Logotexniko Symposio III , Ώρα Τέχνης κ.α  Είναι επίσης δημιουργός κι αρχισυντάκτρια του περιοδικού « ΑΝΑ … λόγος»   .

Περισσότερες πληροφορίες στο blog της .

      https://choris-antigra-o.webnode.gr/